Με την ψήφιση του νέου νόμου-πλαισίου, από μία τόσο ευρεία πλειοψηφία της Βουλής, η μεταρρύθμιση διαθέτει πλέον ένα ισχυρό ιδεολογικό «τόπο», την de jure κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Όχι απλά την αποσιώπησή του, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο, αλλά τη ρητή πλέον κατάργηση οποιασδήποτε διάταξης παρέπεμπε σε αυτό ή αναγνώριζε την ευθύνη ενός οργάνου για την προστασία των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την κατοχύρωση της ασφάλειας των εγκαταστάσεων και των προσώπων μέσα στα Ιδρύματα. Η κατάργηση του ασύλου προβάλλεται ως ιδεολογική νίκη, ως μια νέα εποχή, ως καθαρτήρια πηγή όλων των παλαιών ανομημάτων της Πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης, ως αφετηρία εκσυγχρονισμού των ΑΕΙ και ως το τέλος του «παλιού».
Πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νέου νόμου «Στα ΑΕΙ κατοχυρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία, καθώς και η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών. Σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ, εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται το άρθρο 2 του ν.1268/1982….κλπ».
Επομένως, στο εξής, κανείς δεν θα έχει την ευθύνη για το Πανεπιστημιακό άσυλο, γιατί απλά αυτό δεν υπάρχει, η δε ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελεύθερη έκφραση των ιδεών θα προστατεύονται… από μόνες τους!
«Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς Βαρβάρους;» όπως λέει ο ποιητής, για να συμπληρώσει σκωπτικά «οι άνθρωποι αυτοί ήταν μία κάποια λύσις». Το θέμα είναι για ποιους ήταν «λύση» και ποιοι επωφελούνταν διαχρονικά από αυτή τη «λύση».
Χωρίς επικήδεια διάθεση για το άσυλο, αλλά με την πεποίθηση ότι η κατάργησή του έχει συμβολικό πολιτικό βάρος και εκπέμπει μηνύματα περισσότερο προς την κοινωνία παρά προς το Πανεπιστήμιο, θεωρώ, με κάποια βεβαιότητα, ότι τα παραπάνω ερωτήματα θα βρουν απαντήσεις στο άμεσο μέλλον. Σήμερα, όμως, χρειάζεται να αναγνωρίσουμε δύο πραγματικές καταστάσεις.
Από τη μία πλευρά, πρέπει να συνομολογήσουμε ότι το άσυλο, ως κατάκτηση της Δημοκρατίας και ακαδημαϊκή παράδοση, δεν το προστάτευσε επαρκώς, με ευθύνη και αποφασιστικότητα, η ίδια η Πανεπιστημιακή κοινότητα. Σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, το άσυλο εκφυλίστηκε σε ασυλία και αυθαιρεσία, με βάρβαρες παραβιάσεις και προσβολές εναντίον προσώπων και εγκαταστάσεων. Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι προπηλακίστηκαν και κακοποιηθήκαν (Κίττας, Πανούσης, Μάνθος, Παπαδάτος κ.ά.), κτίρια και εργαστήρια καταστράφηκαν, ενώ συχνά η απάντηση της Πανεπιστημιακής κοινότητας περιορίστηκε στην έκδοση ανακοινώσεων αποδοκιμασίας των γεγονότων.
Παράλληλα, πολλοί επένδυσαν στην ύπαρξή του για να ικανοποιήσουν ξένα προς το Πανεπιστήμιο συμφέροντα. Η, δε επίσημη Πολιτεία, όταν δε ήταν συνυπεύθυνη για την κατάλυσή του, υπήρξε απαθής. Πάνω σε αυτές τις καταστάσεις διαμορφώθηκε εύκολα και με περίσσεια συναίνεση ο ιδεολογικός τόπος της κατάργησης του ασύλου. Πάνω σε αυτές τις καταστάσεις δομήθηκε ο εύπεπτος επικοινωνιακός λόγος σε βάρος του Πανεπιστημίου. Έτσι φτάσαμε να διαγκωνίζονται κόμματα και βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο για το ποιος πρότεινε πρώτος την κατάργηση του ασύλου.
Και η ταμπακέρα χάθηκε μαζί με τη λογική! Οι «βάρβαροι» ήταν μία κάποια «λύσις» για πολλούς, αλλά όχι για το Πανεπιστήμιο και τους ανθρώπους του.
Από την άλλη πλευρά, θεωρώ ότι σήμερα η υπόθεση του ασύλου επανέρχεται ως απεύθυνση στη συλλογική ευθύνη και δράση του συνόλου της Πανεπιστημιακής κοινότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι το μοντέλο δεν ανετράπη. Όσο υπάρχει εκλογή και δημοκρατική νομιμοποίηση του Πρύτανη από την ακαδημαϊκή κοινότητα, υπάρχει ευθύνη για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης των ιδεών στο Πανεπιστήμιο. Υπάρχει ευθύνη για την προστασία των προσώπων και των εγκαταστάσεων. Η ευθύνη αυτή προκύπτει από την εντολή και την εμπιστοσύνη της Πανεπιστημιακής κοινότητας, καθώς και από τη συναίσθησης αυτής της τελευταίας πως κάθε φορά που παραιτείται της υπεράσπισης ενός δικαιώματος, το χάνει. Η κατάργηση του ασύλου στο νόμο, δεν αρκεί για να καταλύσει την ευθύνη των εκλεγμένων οργάνων για τη λειτουργία και τη ζωή του Ιδρύματος, ούτε την παράδοση της αυτορρυθμιζόμενης οντότητας του Πανεπιστημίου. Είναι ζήτημα… λογικής!
Γι’ αυτό το λόγο, το εθιμικά, πλέον, υπαρκτό άσυλο, όπως σε πολλά Πανεπιστήμια της Ευρώπης, έχει μπροστά του μία δεύτερη ζωή, που πρέπει να αναπτυχθεί, όχι απλά σε ένα «προστατευόμενο» χώρο, αλλά σε ένα πραγματικά «υπερασπίσιμο χώρο» από το σύνολο της Πανεπιστημιακής κοινότητας.
Για τη δεύτερη ζωή ισχύει ό,τι και για την πρώτη. Δεν υπάρχουν αθώοι.
ΥΓ. Φαντάζομαι ότι μετά τη δημοσίευση του νόμου και χωρίς να εμποδίζεται από το «αμαρτωλό» άσυλο, η αστυνομία θα δράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει το παρεμπόριο, τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα τουλάχιστον στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας πέριξ των πανεπιστημιακών κτιρίων… Αυτό θα είναι είδηση!
*Ο Θόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
aixmi.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου