Την ερχόμενη Τρίτη, 23 Νοεμβρίου 2010 στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας θα συζητηθούν οι προσφυγές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, της ΑΔΕΔΥ, της ΕΣΗΕΑ, σωματείων συνταξιούχων και άλλων φορέων που ζητούν να ακυρωθεί το Μνημόνιο ως αντισυνταγματικό, παράνομο και αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Οι δύο εισηγήτριες Μαίρη Σαρπ και Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου θα προτείνουν να απορριφθούν όλες οι προσφυγές, καθώς το Μνημόνιο (Ν. 3845/2010) είναι συνταγματικό και σύμφωνο με την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.
Σύμφωνα με τις εισηγήσεις, ο λόγος ακυρώσεως, ότι ο ν. 3845/2010 είναι ανυπόστατος διότι κατά την ψήφισή του δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη κατ’ άρθρο 28 παράγραφος 2 του Συντάγματος αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι το Μνημόνιο αποτελεί διεθνή σύμβαση. Εξάλλου, οι εισηγήτριες θα αναφέρουν ότι με το ν. 3845/2010 δεν αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών, που να περιορίζουν την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Ειδικότερα, θα αναφέρουν ότι “με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 δεν κυρώνεται το Μνημόνιο Συνεννόησης, ούτε, άλλωστε, παραχωρούνται με αυτό αρμοδιότητες σχετικές με την άσκηση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας και την εποπτεία της υλοποιήσεώς της στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες”.
Για το ίδιο θέμα θα αναφέρουν ακόμη ότι “ούτε με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών, περιορίζουσες καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, η ελληνική δε κυβέρνηση διατηρεί την κατ’ άρθρο 82 του Συντάγματος εξουσία της για τη χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας”.
Επίσης, οι δύο σύμβουλοι θα εξετάσουν τη συμβατότητα των ρυθμίσεων του Μνημονίου που αφορούν τις περικοπές τόσο των αποδοχών όσο και των συντάξεων προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών Οι εισηγήσεις θα δεχθούν ότι το δικαίωμα στη σύνταξη και στο μισθό προστατεύεται, ως περιουσιακό δικαίωμα, από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Ο περιορισμός, όμως, του δικαιώματος αυτού με τις περικοπές που θεσπίζονται -θα συνεχίσουν οι σύμβουλοι- δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην ανάγκη μείωσης του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους της χώρας, ενόψει και των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Άλλωστε, για την επίτευξη του στόχου της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχουν ήδη θεσπισθεί νομοθετικά μέτρα, που αφορούν όχι μόνο το σκέλος της περιστολής εν γένει των δαπανών αλλά και μέτρα αύξησης των δημοσιονομικών εσόδων.
Παράλληλα, θα αναφέρουν ότι με το Μνημόνιο “ελήφθησαν μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, η οποία είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της”. Και θα συνεχίσουν:
“Πέραν της αποτροπής του κινδύνου πτωχεύσεως της χώρας, με τα μέτρα αυτά, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο ενός “εμπροσθοβαρούς“ προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης, επιδιώκεται, περαιτέρω, η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών κατά τρόπο διατηρήσιμο και βιώσιμο. Εντός του πλαισίου αυτού, επιδιώκεται η μεσοπρόθεσμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η αναστροφή της αυξητικής πορείας του δημοσίου χρέους, στόχοι, δηλαδή, η επίτευξη των οποίων εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην ταχεία επάνοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Η λήψη των μέτρων του ν. 3845/2010 εκρίθη, εξάλλου, επιβεβλημένη για την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δημιουργήθηκε από τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Περαιτέρω, η λήψη των μέτρων αυτών συνιστά εκπλήρωση υποχρεώσεως της Ελλάδας, η οποία πλέον απορρέει από την ιδιότητά της ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά, τα οποία είχαν περιληφθεί στις συστάσεις του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2010 και προβλέπονται ήδη από την προαναφερθείσα απόφαση 2010/320 του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2010, αποβλέπουν στην επιτυχία της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία ανελήφθη, στο πλαίσιο της τηρήσεως των υποχρεώσεων δημοσιονομικής πειθαρχίας της χώρας, για τη διόρθωση του υπερβολικού της δημοσιονομικού ελλείμματος. Πέραν τούτων, η λήψη των μέτρων αυτών εκρίθη επιβεβλημένη για τη διασφάλιση της σταθερότητας της ευρωζώνης και της συναλλαγματικής θέσης του κοινού νομίσματος”.
Ακόμη, θα αναφέρουν ότι, “τα επίμαχα μέτρα, τα οποία αποτελούν τμήμα του ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, δικαιολογούνται κατ’ επίκληση σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών – μελών της Ένωσης”.
Ζητήματα συνταγματικότητας και σύγκρουσης με ΕΣΔΑ
Οι δύο εισηγήτριες αναφορικά με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων στο ΣτΕ περί παράβασης των συνταγματικών επιταγών, μεταξύ των άλλων, θα αναφέρουν:
“Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει προ της λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων, το ενδεχόμενο υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων, δηλαδή, μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η μείωση του κόστους μισθοδοσίας του προσωπικού του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, όχι μόνον δέσμευση της χώρας, αναληφθείσα στο πλαίσιο της ενεργοποίησης του μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας, αλλά προεχόντως υποχρέωση ευθέως απορρέουσα από τις διατάξεις των Συνθηκών περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών – μελών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν. Κατά συνέπεια, η επιχειρούμενη δημοσιονομική προσαρμογή δεν επικεντρώνεται στα μέτρα περικοπής των αποδοχών και των επιδομάτων των μισθωτών του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα και των συνταξιούχων, αλλά αφορά στη λήψη κατά την επόμενη τριετία διαφόρων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων, η συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση και στην βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο που αναμένεται να διατηρηθεί και μετά την πάροδο της τριετίας”.
Ακόμη, θα αναφέρουν ότι οι διατάξεις του Μνημονίου δεν προσκρούουν – όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες – σε μια σειρά άρθρων του Συντάγματος, όπως περί παραβιάσεως του προστατεύοντος την ανθρώπινη αξία άρθρου 2 του Συντάγματος και των κατοχυρωμένων με το άρθρο 4 παρ. 1 αρχής της ισότητας και με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας.
Εξάλλου, θα αναφέρουν ότι οι επίδικες ρυθμίσεις, με τις οποίες επέρχεται μεν, κατ’ αρχήν, επέμβαση σε περιουσιακά δικαιώματα, εξασφαλίζουν δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Συνεπώς, δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Τέλος, θα τεθεί και ζήτημα εννόμου συμφέροντος όσων προσέφυγαν και οι εισηγήτριες θα αναφέρουν ότι όσοι προσέφυγαν στο ΣτΕ δεν έχουν έννομο συμφέρον, εκτός της Ομοσπονδίας Εργατικών Στελεχών Ελλάδος.
Ανακοίνωση του ΣτΕ
Εξάλλου, για το ζήτημα των εισηγήσεων του Μνημονίου το ΣτΕ εξέδωσε σήμερα Δελτίο Τύπου, στο οποίο, μεταξύ των άλλων, αναφέρει:
“Το μνημόνιο συνεννόησης, το οποίο υπογράφηκε στις 3.5.2010 μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των κρατών μελών της Ευρωζώνης εκπροσωπουμένων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί ένα μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα του ελληνικού κράτους, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι δημοσιονομικής προσαρμογής και τα μέσα επίτευξής τους, με σκοπό την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Το ίδιο το Μνημόνιο δεν περιέχει κανόνες δικαίου και, συνεπώς, δεν έχει έννομες συνέπειες. Τέτοιες συνέπειες προκύπτουν το πρώτον με την θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία, ρυθμίσεων, με τις οποίες πραγματοποιούνται οι εξαγγελλόμενες στο Μνημόνιο δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές. Το Μνημόνιο, δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη κατά την έννοια της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών. Το γεγονός ότι και τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που υπέγραψαν το Μνημόνιο δεν θεώρησαν ότι αυτό έχει χαρακτήρα διεθνούς σύμβασης, συνάγεται από το γεγονός ότι μετά την υπογραφή του Μνημονίου και τη δημοσίευση του ν. 3845/2010, στον οποίο προσαρτώνται ως παραρτήματα τα δύο κυριότερα μέρη του Μνημονίου, εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου, με την οποία προσδιορίστηκαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα, που υποχρεούται να λάβει το ελληνικό κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα. Από την απόφαση δε αυτή δημιουργούνται υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε σχέση με την πραγματοποίηση των μέτρων αυτών, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλαίσια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης”.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου