Τρίτη 25 Μαΐου 2010

«Είμαστε όλοι Έλληνες»

strikesΑπό ΚΙΜΠΙ
Τελικά, δεν είμαστε τόσο μόνοι όσο στην αρχή νομίζαμε. Όχι γιατί η κρίση του χρέους έπαψε να είναι «ελληνική», ούτε γιατί ο μηχανισμός «σωτηρίας» από ελληνικό «κουστούμι» έγινε στενός κορσές για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ούτε ακόμη γιατί η πολιτική αβελτηρία στη διαχείριση της κρίσης δεν είναι μόνο εγχώρια, είναι πανευρωπαϊκή – μια τρομακτική κρίση πολιτικής εκπροσώπησης 500 εκατομμυρίων ανθρώπων από ένα συνονθύλευμα ηγετών που παρακολουθούν, άλλοτε αμήχανοι κι άλλοτε αλληλοσπαρασσόμενοι, την κατάρρευση ενός υπερφίαλου σχεδίου δεκαετιών.

Δεν είμαστε μόνοι γιατί κάτι αρχίζει να σαλεύει στις κοινωνίες στις οποίες ..... διασταυρώνονται περίεργα οι εθνικές και οι κοσμοπολίτικες ταυτότητες. Οι Ισπανοί αισθάνονται ήδη λίγο «Έλληνες» μετά τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Θαπατέρο, οι Πορτογάλοι πήραν κι αυτοί μια δόση «ελληνικότητας» με το συμπληρωματικό πακέτο λιτότητας του Σόκρατες, οι Ιρλανδοί… Καλά αυτοί «ελληνοποιήθηκαν» νωρίς. Οι Γάλλοι πήραν τη σειρά τους κι αυτοί, οι Ιταλοί είναι με το όπλο παρά πόδα. Για τους Λετονούς, τους Εσθονούς, τους Λιθουανούς, τους Ούγγρους δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στον βάλτο της «ελληνικότητας», «Έλληνες» πριν από τους Έλληνες. Αλλά ακόμη κι οι Γερμανοί έδειξαν πόσο «Έλληνες» νιώθουν, τιμωρώντας την αλαζονεία της Μέρκελ στη Ρηνανία, οι Βρετανοί αισθάνονται κι αυτοί ήδη πως η «κατά λάθος επανάσταση» που έφερε τον συνασπισμό Τόρις και Φιλελεύθερων στην εξουσία θα έχει ένα τίμημα «ελληνικότητας». Μιας κι η «ελληνικότητα» γίνεται συνώνυμο της λιτότητας, ας το αξιοποιήσουμε. Διότι, στις διακηρύξεις που ακούγονται, άλλοτε ηχηρές, άλλοτε χαμηλόφωνες», στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις («Όλοι είμαστε Έλληνες»), δεν υπάρχει απλώς μια δόση συμπάθειας και αλληλεγγύης. Θα έλεγα ότι υπάρχει μια πανευρωπαϊκή προσδοκία.

Έφτασε προ μίας εβδομάδας στα χέρια μου μια προκήρυξη από τη Γερμανία. «Είμαστε όλοι Έλληνες», είναι το σύνθημα που υπογράφει το συνδικάτο Verdi, η συνομοσπονδία των δημοσίων υπαλλήλων της Γερμανίας, που οργανώνει μάλιστα διαδήλωση αλληλεγγύης στις αρχές Ιουνίου στη Στουτγάρδη. Θα μπορούσε να είναι μια συνηθισμένη κίνηση γραφειοκρατικής, συνδικαλιστικής φιλοφρόνησης, αλλά είναι κάτι περισσότερο. Είναι μια πολύ ουσιώδης και τεκμηριωμένη κριτική (και αυτοκριτική) για την πολιτική καθήλωσης των μισθών που ακολούθησαν εδώ και μια δεκαετία οι γερμανικές κυβερνήσεις (και που ανέχτηκαν ή δεν απέτρεψαν τα γερμανικά συνδικάτα), για να διατηρηθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του μεγάλου εξαγωγέα της Ε.Ε. «Τα ελληνικά συνδικάτα πάλεψαν αποτελεσματικά κατά του ντάμπιγκ των μισθών, την ώρα που σε εμάς πέρασαν την Ατζέντα 2010, τη μεταρρύθμιση Χαρτζ και τη σύνταξη στα 67 χρόνια. Αυτή την αντίσταση των Ελλήνων δεν θέλουν να την αφήσουν να περάσει. Πρέπει να θυσιάσουν 15% του μισθού τους. Τα προϊόντα πρέπει να αυξηθούν κατά 20% λόγω των φόρων. Αυτοί που τη βγάζουν πάλι καθαρή είναι οι τράπεζες. Τέλος με αυτό. Η Ατζέντα 2010 ήταν ο λάθος δρόμος και η Ατζέντα για τους Έλληνες είναι πάλι ο λάθος δρόμος». Τι λέει, λοιπόν, η γερμανική «ΑΔΕΔΥ», έστω κι αν μεγεθύνει υπερβολικά την αντίσταση των ελληνικών συνδικάτων; Ότι η αλληλεγγύη των Γερμανών στους Έλληνες συναδέλφους τους είναι και η οφειλόμενη αναδρομική αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις (Ατζέντα 2010) που στοίχισαν την οδυνηρή ήττα στον Σρέντερ το 2005 και κατέληξαν στον «μεγάλο συνασπισμό» Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, ο οποίος ολοκλήρωσε τη διαδικασία κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους. Διαδικασία που τώρα εξάγεται (μαζί με τα γερμανικά ψυγεία, πλυντήρια, τα αυτοκίνητα, τα υποβρύχια…) σε όλη την Ευρώπη. Να, λοιπόν, με ποια έννοια και οι Γερμανοί (έστω αρκετοί απ’ αυτούς) είναι Έλληνες: αντιλαμβάνονται πια ότι δεν συμφέρει ούτε τους ίδιους να γίνουν και οι Έλληνες και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι «Γερμανοί»…

Και βέβαια δεν είναι μόνο οι συνδικαλιστές. Πριν από μερικές εβδομάδες μια Γερμανίδα ιστορικός, η Λεονόρα Ζέελινγκ, είχε αντιπαραθέσει στην εθνικιστική υστερία της «Bild» και άλλων γερμανικών ΜΜΕ την πρότασή της για έναν «πολιτιστικό φόρο» 5 σεντς για κάθε χρήση ελληνικής λέξης από τις χιλιάδες που «ζουν» σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Συμβολική η πρότασή της, ο πολιτισμός δεν έχει κοπιράιτ, αλλά τι άλλο να αντιπαραθέσει κανείς σε μια πολιτική που, βασισμένη σε ανόητους συμβολισμούς για τους «απατεώνες της Ευρώπης», καταδικάζει τις κοινωνίες στην οπισθοδρόμηση;

Κι ύστερα, ήρθε ο Γκοντάρ, το τρομερό παιδί της κινηματογραφικής «νουβέλ βαγκ», το τέκνο της οργής του Μάη του ’68, με την εφηβική ορμή των 80 χρόνων του, να ταράξει τη γκλαμουράτη αμεριμνησία του Φεστιβάλ των Καννών, δηλώνοντας ότι δεν θα παραστεί λόγω «προβλημάτων ελληνικού τύπου». Γρίφος όπως κι οι ταινίες του η εξήγηση, αλλά ήταν γενναιόδωρος στις απαντήσεις του σε γαλλικό περιοδικό: «Θα έπρεπε να ευγνωμονούμε την Ελλάδα. Είναι η Δύση που χρωστάει στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία… Πάντα ξεχνάμε τη σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλή δεν θα υπήρχε Περικλής. Χωρίς Περικλή δεν θα υπήρχε Σοφοκλής… Όλος ο κόσμος χρωστάει χρήματα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς να ζητήσει χιλιάδες εκατομμύρια για τα δικαιώματα του συγγραφέα και θα ήταν λογικό να της τα δώσουμε. Πάραυτα…».

Θα μπορούσα να προσθέσω και τα σχόλια του υπεραιωνόβιου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, επίσης μέσω Καννών, που έριξε τη δική του ματιά συμπάθειας στην Ελλάδα, αλλά ίσως και μια ματιά ανησυχίας στη δική του χώρα, την Πορτογαλία: «Δείτε τι άσχημα πράγματα συμβαίνουν στην Ελλάδα εξαιτίας της κρίσης και τι ενδεχομένως θα συμβεί στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Υπάρχει μια απώλεια αξιών και ιδεών που θυμίζει τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Ίσως να είναι κιόλας. Ίσως ο κόσμος να ξαναζεί τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Η ελπίδα όμως για το καλύτερο πάντα θα υπάρχει. Είμαι αισιόδοξος».

Σ’ αυτά τα σπαράγματα αλληλεγγύης, συμπάθειας, κατανόησης από τόσο ετερόκλητους ανθρώπους -συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, επιστήμονες, αλλά και απλούς, απορημένους ή φοβισμένους Ευρωπαίους που η ανωνυμία τους δεν τους επιτρέπει να σπάσουν το φράγμα της ενημέρωσης- δεν υπάρχει το ρεύμα κάποιου νέου ρομαντισμού, όπως αυτό που στις αρχές του 19ου αιώνα έδινε επικές, μυθικές, διαστάσεις στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Περισσότερο βλέπω μια προσδοκία, μια προσμονή χιλιάδων, εκατομμυρίων Ευρωπαίων να γίνει η έκπληξη. Και μάλιστα εδώ, στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν με κάποιο περίεργο, μαγικό, τρόπο κάποιοι Ευρωπαίοι λαμβάνουν κύματα που εμείς, ως κοινωνία, αν και πρώτη δύναμη πυρός στον πόλεμο του χρέους, δεν αντιλαμβανόμαστε. Για ένα είμαι βέβαιος: Μας βλέπουν, μας παρατηρούν, περιμένουν κάτι που θα σπάσει την καταθλιπτική ροή των πραγμάτων, την απελπιστική υποταγή της πολιτικής στην οικονομία, την αφόρητη ηγεμονία των αγορών στην κοινωνία, τον θρίαμβο της τραπεζοκρατίας επί της δημοκρατίας.

Είναι μια λογική προσδοκία. Καθώς η Ευρώπη, με την κληρονομιά των δυο ολέθριων πολέμων του προηγούμενου αιώνα στην πλάτη της, εμφανίζεται να αποτυγχάνει στο τελευταίο σχέδιο ειρηνικής απογείωσής της, καθώς η ευρωπαϊκή ελίτ συναρτά την επιβίωση του ενοποιητικού εγχειρήματος με την κατεδάφιση της κατεξοχήν ευρωπαϊκής κατάκτησης, του κοινωνικού κράτους, καθώς η Γηραιά Ήπειρος επιταχύνει την παρακμή της μόνο και μόνο για να διασώσει το πρώτο μεγάλο κερδοσκοπικό στοίχημα του 21ου αιώνα, είναι λογικό οι κοινωνίες να επιστρέφουν στα θεμελιώδη: οικονομία, πολιτική, κοινωνία. Ποιο είναι το σύγχρονο αποτύπωμα αυτού του τριγώνου; Πόσο βάθος τού έχουν προσθέσει δύο αιώνες ευρωπαϊκών θεσμών, από τότε που οι Γάλλοι επαναστάτες του έδιναν την πιο ριζοσπαστική εκδοχή με το σύνθημα: Liberte, egalite, fraternite (Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη); Τι έχουν να εισφέρουν στη διάσωση αυτού του τρίπτυχου οι Έλληνες της Ελλάδας αλλά και οι «Έλληνες» (ή Ούγγροι, ή Λετονοί, η Ιρλανδοί…) της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας ή της Ιταλίας;
Είμαστε όλοι Έλληνες, λοιπόν. Στον ίδιο βαθμό που σε λίγες εβδομάδες μπορεί να είμαστε Ισπανοί ή Πορτογάλοι. Να μια απροσδόκητη και ελπιδοφόρα διάσταση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» που η κρίση του χρέους την έχει πετάξει στα αζήτητα.
activistis