Ευθύς εξαρχής πρέπει να υπογραμμιστεί το θετικό πρόσημο της εφαρμογής του σχεδίου “Καποδίστριας Ι” του 1998. Ανεξάρτητα από επιμέρους λάθη σχεδιασμού, αποτέλεσε τομή στα αυτοδιοικητικά πράγματα της χώρας και έδωσε μια αποφασιστική ώθηση στο θεσμό της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Αυτό βεβαίως αφορά πρωτίστως τα λεγόμενα ημιαστικά κέντρα και τις αγροτικές κοινότητες και λιγότερο τους μεγάλους Δήμους. Ανεξάρτητα από το βαθμό στήριξης του εγχειρήματος από τις κυβερνήσεις, πάντα κατώτερο από τις πραγματικές ανάγκες, αλλά και από την αξιοποίησή του από τους νέους Δημοτικούς άρχοντες, ο νέος θεσμός ενίσχυσε τον αυτοδιοικητικό λόγο και τις αντίστοιχες πολιτικές. Και μόνο το γεγονός ότι ως φιλοσοφία έχει υιοθετηθεί και από τη συντηρητική παράταξη, που τότε τον πολέμησε, δείχνει την ορθότητα της απόφασης.
Σήμερα το ερώτημα που τίθεται είναι με ποια κριτήρια επιχειρείται η περαιτέρω διεύρυνση των Δήμων. Πολύ περισσότερο όταν δεν έχει γίνει μια αξιολόγηση της λειτουργίας του θεσμού, δέκα χρόνια μετά την εφαρμογή του. Πέραν δηλαδή της εμπειρικής παρατήρησης “αδυναμιών” όπως μειωμένη χρηματοδότηση, ανεπάρκεια διοικητικών δομών, η ”λειτουργικότητα” του ”Καποδίστρια Ι” δεν έχει αιτιολογηθεί σοβαρά. Γιατί επί παραδείγματι ένας καποδιστριακός Δήμος που συνένωσε 10 Κοινότητες δεν τα πήγε καλά, θα τα καταφέρει αν συνενώσει 20 ή 25; Η πιθανή επίκληση δημιουργίας “οικονομιών κλίμακας” δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά χωρίς τεκμηριωμένη μελέτη, πέραν του γεγονότος ότι η πολιτεία, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, δεν τήρησε μέχρι σήμερα τις συμβατικές της υποχρεώσεις από τον Καποδίστρια Ι.
Μια προσέγγιση που ουσιαστικά είναι ένας εξαρχής σχεδιασμός με “ντιρεκτίβα” τη μείωση του αριθμού των Δήμων στο 1/3 των υπαρχόντων, δεν είναι μόνον αυθαίρετη, αλλά υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από ό,τι ο Καποδίστριας Ι. Η θέση ότι η χώρα μας “αντέχει” μόνο 350 Δήμους (μελέτη Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης), είναι δυσνόητη και δεν αντέχει σε εξηγήσιμη λογική. Με ποια συλλογιστική προκύπτει ο αριθμός των 350 Δήμων και όχι 470 ή 230 για παράδειγμα; Ποιο είναι το κριτήριο συνένωσης και εν τέλει μείωσης των Δήμων στον ανωτέρω αριθμό;
Φαίνεται ότι μας διαφεύγει το πρόβλημα της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την διοικητική μεταρρύθμιση ώστε να εξυπηρετούνται οι μηχανισμοί και οι αναπτυξιακές προοπτικές κάθε τοπικής κοινωνίας ταχύτερα, ασφαλέστερα και με μεγαλύτερη διαφάνεια.
Αυτός είναι ο κυρίαρχος λόγος που σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πληθυσμό και έκταση μικρότερη ή παρόμοια εκείνη της Ελλάδας λειτουργούν πολλαπλάσιοι των προτεινόμενων Δήμων στην πατρίδα μας χωρίς κανένα πρόβλημα ή προβληματισμό εφαρμογής αντίστοιχου σχεδίου ”Καποδίστρια”. Εξάλλου η σημερινή επιχειρούμενη διοικητική μεταρρύθμιση ασφαλώς δεν είναι της ίδιας τάξης εκείνης του 1998. Τότε συνενώθηκαν (κυρίως) κοινότητες για να αποτελέσουν Δήμο.
Τώρα η επιχειρούμενη αλλαγή είναι μόνον ποσοτική, στο μέτρο που υπάρχοντες Δήμοι συνενώνονται απλώς για να γίνουν λιγότεροι.
Μερικά και βασικά κριτήρια συνένωσης Δήμων, που ασφαλώς είναι δυνατόν να εμπλουτιστούν στον κοινωνικό διάλογο με τους αυτοδιοικητικούς, τους φορείς και τους πολίτες του Νομού:
Το πρώτο είναι η κοινότητα συμφερόντων των κατοίκων του που προκύπτει από τη δομή της τοπικής οικονομίας.
Δεύτερο κριτήριο, η μορφολογία του εδάφους. Η επικοινωνία των δημοτών είναι συνάρτηση απαραίτητων συγκοινωνιακών αξόνων.
Τρίτο κριτήριο είναι αυτό του τρόπου ζωής ή της τοπικής κουλτούρας που προκύπτει από τις καθημερινές συνήθειες “εκτός δουλειάς”.
Ένα τέταρτο, είναι η σχέση με το περιβάλλον που συνδέεται πρωταρχικά με τον χώρο, δομημένο και μη.
Άλλο κριτήριο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι το πλυθησμιακό. Μεγαλύτεροι, το δυνατόν ισόρροποι γεωγραφικά και πληθυσμιακά Δήμοι, θα δώσουν την ευκαιρία ανώτερης κλίμακας οικονομίας που θα τροφοδοτεί τον πληθυσμό του Δήμου.
Χρειάζεται προσοχή στην πιθανή ενίσχυση ακόμη περισσότερο περιφερειακών ανισορροπιών.
Μεγάλης αξίας είναι η δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών στα τοπικά δρώμενα. Η έννοια του Δημότη διαφοροποιείται σαφώς (συμφέροντα, αντιλήψεις, συνήθειες) μεταξύ αστικών και αγροτικών πόλων, και αυτό είναι κάτι που επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη και ασφαλώς δεν μπορεί να επιβληθεί “από τα πάνω”. Προφανώς υπάρχουν ή μπορεί να χρειαστούν κοινές λειτουργίες στην ευρύτερη περιοχή, δίκτυα υποδομών κυρίως, αυτές όμως αφενός καλύπτουν μόνο ένα μέρος των δραστηριοτήτων της αυτοδιοίκησης, αφετέρου μπορούν να αντιμετωπιστούν, πιθανόν και αποτελεσματικότερα, σε διαδημοτική βάση. Επομένως άλλης τάξης ζήτημα είναι η ενιαία αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων ενός Δήμου και άλλης η δομή της αυτοδιοίκησης σ’ αυτόν.
Τέλος ένα κρίσιμο ζήτημα αφορά τον ζητούμενο στρατηγικό αλλά και επιχειρησιακό σχεδιασμό των Δήμων για τα επόμενα χρόνια. Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες και οι προοπτικές των Δήμων σχετίζονται με μια πολιτική εξωστρέφειας και έκθεσης στον ανταγωνισμό με τις απαραίτητες συμμαχίες, σε διαδημοτικό, σε εθνικό ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Αυτό συνεπάγεται επικέντρωση δυνάμεων και πόρων σε ανάλογη κατεύθυνση
(Άρθρα: Οικονόμου, Σιάκαρη, Συριτούδη )
ΜΠΟΥΚΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΕ ΠΑΣΟΚ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Αυτό βεβαίως αφορά πρωτίστως τα λεγόμενα ημιαστικά κέντρα και τις αγροτικές κοινότητες και λιγότερο τους μεγάλους Δήμους. Ανεξάρτητα από το βαθμό στήριξης του εγχειρήματος από τις κυβερνήσεις, πάντα κατώτερο από τις πραγματικές ανάγκες, αλλά και από την αξιοποίησή του από τους νέους Δημοτικούς άρχοντες, ο νέος θεσμός ενίσχυσε τον αυτοδιοικητικό λόγο και τις αντίστοιχες πολιτικές. Και μόνο το γεγονός ότι ως φιλοσοφία έχει υιοθετηθεί και από τη συντηρητική παράταξη, που τότε τον πολέμησε, δείχνει την ορθότητα της απόφασης.
Σήμερα το ερώτημα που τίθεται είναι με ποια κριτήρια επιχειρείται η περαιτέρω διεύρυνση των Δήμων. Πολύ περισσότερο όταν δεν έχει γίνει μια αξιολόγηση της λειτουργίας του θεσμού, δέκα χρόνια μετά την εφαρμογή του. Πέραν δηλαδή της εμπειρικής παρατήρησης “αδυναμιών” όπως μειωμένη χρηματοδότηση, ανεπάρκεια διοικητικών δομών, η ”λειτουργικότητα” του ”Καποδίστρια Ι” δεν έχει αιτιολογηθεί σοβαρά. Γιατί επί παραδείγματι ένας καποδιστριακός Δήμος που συνένωσε 10 Κοινότητες δεν τα πήγε καλά, θα τα καταφέρει αν συνενώσει 20 ή 25; Η πιθανή επίκληση δημιουργίας “οικονομιών κλίμακας” δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά χωρίς τεκμηριωμένη μελέτη, πέραν του γεγονότος ότι η πολιτεία, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, δεν τήρησε μέχρι σήμερα τις συμβατικές της υποχρεώσεις από τον Καποδίστρια Ι.
Μια προσέγγιση που ουσιαστικά είναι ένας εξαρχής σχεδιασμός με “ντιρεκτίβα” τη μείωση του αριθμού των Δήμων στο 1/3 των υπαρχόντων, δεν είναι μόνον αυθαίρετη, αλλά υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από ό,τι ο Καποδίστριας Ι. Η θέση ότι η χώρα μας “αντέχει” μόνο 350 Δήμους (μελέτη Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης), είναι δυσνόητη και δεν αντέχει σε εξηγήσιμη λογική. Με ποια συλλογιστική προκύπτει ο αριθμός των 350 Δήμων και όχι 470 ή 230 για παράδειγμα; Ποιο είναι το κριτήριο συνένωσης και εν τέλει μείωσης των Δήμων στον ανωτέρω αριθμό;
Φαίνεται ότι μας διαφεύγει το πρόβλημα της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την διοικητική μεταρρύθμιση ώστε να εξυπηρετούνται οι μηχανισμοί και οι αναπτυξιακές προοπτικές κάθε τοπικής κοινωνίας ταχύτερα, ασφαλέστερα και με μεγαλύτερη διαφάνεια.
Αυτός είναι ο κυρίαρχος λόγος που σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πληθυσμό και έκταση μικρότερη ή παρόμοια εκείνη της Ελλάδας λειτουργούν πολλαπλάσιοι των προτεινόμενων Δήμων στην πατρίδα μας χωρίς κανένα πρόβλημα ή προβληματισμό εφαρμογής αντίστοιχου σχεδίου ”Καποδίστρια”. Εξάλλου η σημερινή επιχειρούμενη διοικητική μεταρρύθμιση ασφαλώς δεν είναι της ίδιας τάξης εκείνης του 1998. Τότε συνενώθηκαν (κυρίως) κοινότητες για να αποτελέσουν Δήμο.
Τώρα η επιχειρούμενη αλλαγή είναι μόνον ποσοτική, στο μέτρο που υπάρχοντες Δήμοι συνενώνονται απλώς για να γίνουν λιγότεροι.
Μερικά και βασικά κριτήρια συνένωσης Δήμων, που ασφαλώς είναι δυνατόν να εμπλουτιστούν στον κοινωνικό διάλογο με τους αυτοδιοικητικούς, τους φορείς και τους πολίτες του Νομού:
Το πρώτο είναι η κοινότητα συμφερόντων των κατοίκων του που προκύπτει από τη δομή της τοπικής οικονομίας.
Δεύτερο κριτήριο, η μορφολογία του εδάφους. Η επικοινωνία των δημοτών είναι συνάρτηση απαραίτητων συγκοινωνιακών αξόνων.
Τρίτο κριτήριο είναι αυτό του τρόπου ζωής ή της τοπικής κουλτούρας που προκύπτει από τις καθημερινές συνήθειες “εκτός δουλειάς”.
Ένα τέταρτο, είναι η σχέση με το περιβάλλον που συνδέεται πρωταρχικά με τον χώρο, δομημένο και μη.
Άλλο κριτήριο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι το πλυθησμιακό. Μεγαλύτεροι, το δυνατόν ισόρροποι γεωγραφικά και πληθυσμιακά Δήμοι, θα δώσουν την ευκαιρία ανώτερης κλίμακας οικονομίας που θα τροφοδοτεί τον πληθυσμό του Δήμου.
Χρειάζεται προσοχή στην πιθανή ενίσχυση ακόμη περισσότερο περιφερειακών ανισορροπιών.
Μεγάλης αξίας είναι η δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών στα τοπικά δρώμενα. Η έννοια του Δημότη διαφοροποιείται σαφώς (συμφέροντα, αντιλήψεις, συνήθειες) μεταξύ αστικών και αγροτικών πόλων, και αυτό είναι κάτι που επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη και ασφαλώς δεν μπορεί να επιβληθεί “από τα πάνω”. Προφανώς υπάρχουν ή μπορεί να χρειαστούν κοινές λειτουργίες στην ευρύτερη περιοχή, δίκτυα υποδομών κυρίως, αυτές όμως αφενός καλύπτουν μόνο ένα μέρος των δραστηριοτήτων της αυτοδιοίκησης, αφετέρου μπορούν να αντιμετωπιστούν, πιθανόν και αποτελεσματικότερα, σε διαδημοτική βάση. Επομένως άλλης τάξης ζήτημα είναι η ενιαία αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων ενός Δήμου και άλλης η δομή της αυτοδιοίκησης σ’ αυτόν.
Τέλος ένα κρίσιμο ζήτημα αφορά τον ζητούμενο στρατηγικό αλλά και επιχειρησιακό σχεδιασμό των Δήμων για τα επόμενα χρόνια. Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες και οι προοπτικές των Δήμων σχετίζονται με μια πολιτική εξωστρέφειας και έκθεσης στον ανταγωνισμό με τις απαραίτητες συμμαχίες, σε διαδημοτικό, σε εθνικό ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Αυτό συνεπάγεται επικέντρωση δυνάμεων και πόρων σε ανάλογη κατεύθυνση
(Άρθρα: Οικονόμου, Σιάκαρη, Συριτούδη )
ΜΠΟΥΚΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΕ ΠΑΣΟΚ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου