Πόνος, απορία, οργή για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό. Μια κατάθεση ψυχής σε τρεις χειρόγραφες σελίδες γραμμένες από το χέρι μιας μαθήτριας της Γ' Λυκείου της Σχολής Μωραΐτη, εκεί όπου φοίτησε για κάποια χρόνια ο 15χρονος. Είχαν διαγώνισμα χθες το πρωί στο τμήμα της, στα Μαθηματικά. Λίγο αργότερα εκείνη παρέδωσε την κόλλα της. Τρεις σελίδες χωρίς αριθμούς καιεξισώσεις, γεμάτη από λέξεις, συναισθήματα και σκέψεις για όλα αυτά που έγιναν τις τελευταίες δυο ημέρες. Αποσπάσματα δημοσιεύει σήμερα η «Ε»:
«Οχι, δεν διάβασα. Και ούτε θα είχα την ενέργεια να γράψω. Τα ίδια γυρνάνε στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Πάνε πάνω από 24 ώρες που σκέφτομαι το ίδιο πράγμα. 15 χρονών, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Το είδαν οι κολλητές μου. Στη Μεσολογγίου. Τον ήξερα μόνο φατσικά. Ηξερα τους κολλητούς του όμως......Εγώ δεν ήμουν εκεί. Είχα πάει Ψυρρή. Ηξερα ότι οι άλλες ήταν Εξάρχεια. Κανείς δεν είχε βγει από την υπόλοιπη παρέα. Ισως κάτι να ήξεραν παραπάνω. Ούτε εγώ ήθελα να πάω Εξάρχεια. Είπα "θα περάσω μετά". Η Α... βρέθηκε στον δρόμο μου και ήρθε και μου 'πε "15 χρονών παιδί νεκρό στη Μεσολογγίου". Ο νους μου πήγε στους δυο Ν..., είναι οι μικρότεροι εκεί πέρα. Για τρεις ώρες μετά ζήτημα να έβγαλα δέκα κουβέντες. "Ποιος είναι;", "Πώς είναι η φάτσα του;", "Είναι ο αδελφός του Τ...;", "Δεν πιστεύω να 'ναι ο Ν...". Τα τηλέφωνα βάραγαν όλο το βράδυ από παντού. Κλείσαν τα Εξάρχεια. Τα κορίτσια ήταν ακόμα εκεί. Και εγώ δεν ήμουνα κοντά τους. Γιατί δεν ήμουν κοντά τους; Δεν ήθελα να το δούνε αυτό. Δεν ήθελα να τους σημαδέψει μια τέτοια εικόνα.
Μακάρι να μπορούσαμε να κλείσουμε τα μάτια στις φρίκες, να μην αφήνουμε τον άλλον να βλέπει, για να μην βλέπει εφιάλτες. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Δυστυχώς. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το διεστραμμένο ύφος του κάθε τέρατος. Ακουγα. Ακουγα για το υπόλοιπο βράδυ, τα κρατούσα μέσα μου δεν έλεγα τίποτα. Σοκ. Επαιρνα τα κορίτσια τηλέφωνο. Μου έλεγαν τι έγινε: "Πριν 10 λεπτά σε αυτό το σημείο καθόμασταν. Εσκασε ένα περιπολικό και άρχισε το παιδί να το κοροϊδεύει. Ο μπάτσος μετά από φωνές σημάδεψε από ενάμιση μέτρο απόσταση. Τρεις σφαίρες. Μία τον πέτυχε στην καρδιά. Κοίταξε επάνω και σωριάστηκε πίσω. Λίγο ακόμα κατάφερε να αναπνεύσει. Μετά; Ασθενοφόρα, Λιποθυμίες. Η Κ... έπαθε κρίση πανικού. Η Τ... έκλαιγε, οι άλλες δύο... σοκ. Και στον αέρα να κυκλοφορούν οι λέξεις: Πέθανε - Παιδί - μίσος - οργή - μα είναι νεκρός - Πέθανε σας λέω - εκδίκηση. Μετά καπνός.
Σπάστε τα ΟΛΑ. Σπάστε, σπάστε να γίνει η Αθήνα μαύρη σ' ένα βράδυ. Να μην υπάρχει τίποτα αύριο. Να ξεκινήσουν όλα από το μηδέν. Πώς τόλμησε ο δολοφόνος, πώς το σκέφτηκε; Εχει χρέος να αυτοκτονήσει. Να πεθάνει με τον χειρότερο τρόπο. Να ζήσει μια ζωή μέσα από τύψεις, τη χειρότερη ζωή. Να αυτοκτονήσει. Για αυτούς που το είδαν, για τους κολλητούς του, για την οικογένειά του. Να αυτοκτονήσει αυτός και κάθε άλλος μαλάκας που μας θέλει νεκρούς. ΜΙΑ ΜΑΣ ΘΕΛΕΤΕ ΕΣΕΙΣ; ΕΜΕΙΣ 10! ΕΚΔΙΚΗΣΗ! ΟΛΑ ΕΔΩ ΘΑ ΦΑΝΟΥΝ. Κανένας από σας δεν θέλω να έχει το θράσος να με κοιτάξει στα μάτια. Μην μου μιλήσει κανένας σας. Την ασφάλειά μου πλέον εξασφαλίζουν μόνο οι φίλοι μου και αυτοί που θεωρώ οικογένεια......Με αυτή τη σκέψη κοιμήθηκα...
Ξύπνησα 8. Δεν ήμουν σίγουρη για το τι συνέβαινε αλλά σηκώθηκα πήγα... κάπως μηχανικά. Βρήκα τις άλλες. Το ξέραμε όλες. Τίποτα πλέον δεν είναι ίδιο. Ούτε σε μας ούτε στον κόσμο. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κλάψει ούτε να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Κάθισα μαζί τους.Είδα τον Ν... τον κολλητό του. Σηκώθηκα. Τον αγκάλιασα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Τον έσφιξα και με έσφιξε. Τα μάτια του ήταν πρησμένα. Γιατί Ν... μου να το έχεις δει αυτό; Το πιο σκληρό πράγμα στον κόσμο. Εσπασα. Ας καιγόταν όλη η Αθήνα, ας γινόντουσαν όλα μαύρα, δεν με νοιάζει. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιες σκέψεις.
Η πορεία ξεκινά. Αποφασίζουμε να πάμε μαζί με την Ρ......Δεν άργησαν οι ηλίθιοι να ρίξουν χημικά. ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΤΕ; Τα παιδιά καίγαν, καίγαν, καίγαν. Καπνοί παντού. Και εμείς τρέχαμε. Πατησίων, Αλεξάνδρας, στενά, στενά κι άλλα στενά. Μας κυνηγά διμοιρία. Ποιον κυνηγάς ρε; κάτσε στα αυγά σου! Αυτή η μέρα είναι για τον Αλέξανδρο. Κάνε πίσω επιτέλους......Τρέξιμο, τρέξιμο. «Μπαίνουμε μέσα στα Εξάρχεια». Βρήκαμε κάποιους δικούς μας. Και εκεί βρεθήκαμε ξαφνικά. Στο σημείο. Στη Μεσολογγίου και η Ρ... πάγωσε. Και από πίσω να μας ακολουθούν. Ε, όχι και εδώ ρε. Γιατί πατάς εδώ;
Την πήρα από το χέρι να την κάνω να τρέξει......Μέσα σε όλους τους καπνούς η Ρ... τρέχει πίσω από τους ΜΑΤάδες και ουρλιάζει: "Είμαι 17! Σκοτώστε με! Αντε! Δολοφόνοι". Ρ..., φύγε έρχονται από στενά. Τρέχει. Η συνέχεια έχει σημασία; Δε νομίζω. Απλά περνάνε οι ίδιες σκέψεις από το μυαλό μου... Σε τι κόσμο μεγαλώνουν τα παιδιά; Γιατί μας θέλουν νεκρούς; Δεν θέλω να ξαναγίνει αυτό. Πώς θα αντιδράσω; Πώς θα τους κάνω να μετανιώνουν που γεννήθηκαν; Πώς θα κάνω τον κόσμο να καταλάβει; Γιατί με θέλουν νεκρή; Εκεί ήταν που γύρισα σπίτι. Και η μόνη ασφάλεια ήταν η αγκαλιά της μάνας μου. Και έκλαιγα, έκλαιγα μέχρι σήμερα. Ασε με τώρα μη μου μιλάς. Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω. Και μη με κοιτάξεις στα μάτια γιατί η θλίψη μου θα γίνει οργή».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 09/12/2008
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου